- εμβρυοπλακουντικός
- -ή, -ό ο σχετικός με το έμβρυο και τον πλακούντα («εμβρυοπλακουντική κυκλοφορία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek